πλοίαρχος

πλοίαρχος
ο
1. κυβερνήτης του πλοίου.
2. ανώτερος αξιωματικός του πολεμικού ναυτικού ισόβαθμος με το συνταγματάρχη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πλοίαρχος — Επαγγελματικός χαρακτηρισμός του κυβερνήτη εμπορικού πλοίου. (Στο Πολεμικό Ναυτικό ενδεικτικό βαθμού). Στην κοινή ναυτική γλώσσα ονομάζεται καπετάνιος και σύμφωνα με τον κώδικα της ναυσιπλοΐας κυβερνήτης. Ο επαγγελματικός τίτλος που δίνει… …   Dictionary of Greek

  • Αλεξόπουλος, Παναγιώτης — Πλοίαρχος που έδρασε στη διάρκεια των Ορλοφικών. Βλ. λ. Αλεξιανός (3.) …   Dictionary of Greek

  • Αλεξιανός — Επώνυμο πλοιάρχων που διέπρεψαν στα Ορλοφικά. 1. Αλέξιος. Πλοίαρχος του καταδρομικού Κωνστάντζα, συνεργάστηκε με τις ρωσικές ναυτικές δυνάμεις του Αιγαίου και έκανε συχνά αποβάσεις στα τουρκοκρατούμενα ελληνικά νησιά. 2. Αντώνιος. Πλοίαρχος του… …   Dictionary of Greek

  • Αναργύρου — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αναγνώστης. Πλοίαρχος που καταγόταν από τις Σπέτσες. Μαζί με άλλους αιχμαλώτισαν τρία τουρκικά πλοία, τα οποία είχαν αγκυροβολήσει στο λιμάνι της Μήλου τον Απρίλιο του 1821. 2. Ανάργυρος. Πλοίαρχος των Σπετσών, ο… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Κριεζής — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 από την Ύδρα. 1. Αντώνιος (Ύδρα 1796 – 1865). Πλοίαρχος, αγωνιστής του 1821, πολιτικός και πρωθυπουργός της χώρας (1842 44 και 1849 54). Διέπρεψε ως πλοίαρχος στην Επανάσταση και αργότερα ως πολιτικός. Έλαβε …   Dictionary of Greek

  • -άρχος — [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχός < άρχω. Ο τ. χρησιμεύει ως β συνθετικό σε μεγάλο σχετικά αριθμό συνθέτων τόσο της αρχαίας όσο και της νέας Ελληνικής, τα οποία αναφέρονται στην έννοια του αρχηγού πρβλ. αρχ. νεοελλ. λήσταρχος, στασίαρχος, φύλαρχος αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • βώκος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821 από την Ύδρα. 1. Αναστάσιος. Υπηρέτησε στις γολέτες του Δημ. Βώκου (1821 25) και διακρίθηκε στους αποκλεισμούς της Καρύστου, της Κασσάνδρας και του Ωρωπού. 2. Ανδρέας. Πατρικό επώνυμο του ναυάρχου Ανδρέα Μιαούλη (βλ.… …   Dictionary of Greek

  • παραχώρηση — η / παραχώρησις, ήσεως, ΝΜΑ [παραχωρώ] 1. η εκούσια εκχώρηση από κάποιον ενός πράγματος ή δικαιώματος σε άλλον 2. η ανοχή τού κακού εκ μέρους τού Θεού από σεβασμό προς την ελευθερία τού ατόμου και για λόγους παιδευτικούς προς διευκόλυνση τής… …   Dictionary of Greek

  • πλοιαρχία — η, Ν 1. το αξίωμα και το έργο τού πλοιάρχου 2. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο είναι κανείς πλοίαρχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλοίαρχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”